- πολυπραγμοσύνην
- πολυπραγμοσύνηcuriosityfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
IOHANNES Funciius — Werdae, prope Norimbergam natus, Chronologorum sui aevi facile princeps, cum duobus aliis, Alberti Ducis Consiliariis, ab Ordinibus Borussiae accusatus, capite luit, Regiomonte, A. C. 1566. Aet. 40. Causam mortisindicans his verbis: Disce meo… … Hofmann J. Lexicon universale
μεταγενέστερος — η, ο (ΑM μεταγενέστερος, έρα, ον) 1. αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, κατοπινός, υστερόχρονος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι αυτοί που ανήκουν σε νεώτερη γενιά, οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον… … Dictionary of Greek
παρενδείκνυμαι — Α [ενδείκνυμαι] 1. (για ηθοποιούς) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στην πάροδο, δηλ. στην πλάγια είσοδο τής σκηνής 2. επιδεικνύω, δείχνω («παρενδείκνυσθαι πολυπραγμοσύνην») 3. αναπτύσσω, εκθέτω … Dictionary of Greek